- ψιλόφυτος
- ψῑλό-φῠτος, ον,A bare of plants, ἐν ψιλοφύτῳ in the open country, PAvrom.2A6, 2B7 (i B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψιλόφυτος — ον, Α χωρίς βλάστηση, άδενδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + φυτος (< φύω, ομαι)] … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek